- οἰκτρότερα
- οἰκτρόςpitiableneut nom/voc/acc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οἰκτροτέρα — οἰκτροτέρᾱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc/acc comp dual οἰκτροτέρᾱ , οἰκτρός pitiable fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτροτέραν — οἰκτροτέρᾱν , οἰκτρός pitiable fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτρότερ' — οἰκτρότερα , οἰκτρός pitiable neut nom/voc/acc comp pl οἰκτρότερε , οἰκτρός pitiable masc voc comp sg οἰκτρότεραι , οἰκτρός pitiable fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικτρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ οικτρός, ά, όν) 1. (για πρόσ.) αυτός που κινεί τον οίκτο, αξιολύπητος («δοξάσει τις ἀκούειν ὄπα τᾱς Τηρεΐας μήτιδος οἰκτρᾱς ἀλόχου», Αισχύλ.) 2. (για πράγματα και καταστάσεις) αξιοθρήνητος («ἕτερα πεπόνθαμεν οἰκτρότερα», Ηρόδ … Dictionary of Greek